- αποσμώ
- (Α ἀποσμῶ, -άω)νεοελλ.αφαιρώ την οσμήαρχ.1. σφογγίζω2. σφογγίζω καλά, καθαρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποσμητικός — ή, ό 1. ικανός ή κατάλληλος για απόσμηση 2. το ουδ. ως ουσ. καλλυντικό παρασκεύασμα που έχει ως προορισμό την αναστολή ή κάλυψη των δυσάρεστων οσμών του ανθρώπινου σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοελλ. αποσμώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
απόσμηση — η [αποσμώ] διαδικασία απομάκρυνσης των ουσιών που προσδίδουν δυσάρεστη οσμή σε έλαια και λίπη … Dictionary of Greek